-
1 дерево
дерево с 1) το δέντρο 2) (материал ) το ξύλο сделанный из \деревоа καμωμένος από ξύλο* * *с1) το δέντρο2) ( материал) το ξύλοсде́ланный из де́рева — καμωμένος από ξύλο
См. также в других словарях:
πριναρήσιος — α, ο, Ν αυτός που είναι καμωμένος από ξύλο πουρναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρινάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
φράξινος — η, ο ο καμωμένος από ξύλο φράξου (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)